- αδιαφάνεια
- ηη έλλειψη διαφάνειας*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαφανής — ές αυτός μέσα από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί κάποιος να δει μέσα και πέρα από αυτόν, ο μη διαφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + διαφανής. ΠΑΡ. αδιαφάνεια] … Dictionary of Greek
διαγωγιμότητα — Μία από τις τρεις σημαντικές παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της συμπεριφοράς των τριόδων λυχνιών σε κυκλώματα. Συμβολίζεται με gm και ορίζεται ως ο διαφορικός λόγος: όπου ia το ανοδικό ρεύμα, Vg η τάση πλέγματος και Va η… … Dictionary of Greek
μεταφοράς, ζώνη — (Αστρον.). Το στρώμα ακριβώς κάτω από την επιφάνεια ενός αστέρα της κυρίας ακολουθίας, στο οποίο η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή, ώστε να μπορούν να επανασυνδέονται με ελεύθερα ηλεκτρόνια οι πυρήνες του υδρογόνου και των βαρύτερων στοιχείων και … Dictionary of Greek